- ἐπιστοληφόρος
- ἐπιστοληφόροςletter-carriermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστοληφόρος — ἐπιστοληφόρος, ὁ (Α) γραμματοκομιστής … Dictionary of Greek
ἐπιστοληφόρον — ἐπιστοληφόρος letter carrier masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστοληφόρου — ἐπιστοληφόρος letter carrier masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστοληφόρων — ἐπιστοληφόρος letter carrier masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)